Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το καφενείο

См. также в других словарях:

  • καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… …   Dictionary of Greek

  • καφενείο — το (λ. τουρκ.), κατάστημα που προσφέρει καφέ, γλυκά κουταλιού κ.ά.: Πίνει τον καφέ του στο καφενείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καφωδείο — Καφενείο στο οποίο μουσικοί και τραγουδιστές εκτελούσαν διάφορες ελαφρές μουσικές συνθέσεις (γαλλ. café chantant, καφέ σαντάν). Δημιουργήθηκε τον 18o αι. στη Γαλλία και για πολλά χρόνια αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο στην ψυχαγωγία όχι μόνο των… …   Dictionary of Greek

  • Turkish coffee — A cup of Turkish coffee. Turkish coffee (also Arabic coffee, Armenian coffee, Greek coffee, and more) is a method of preparing coffee where finely powdered roast coffee beans are boiled in a pot (cezve), with sugar according to taste, before… …   Wikipedia

  • Kafenío — Un kafenío typique à Gaios, sur l’île de Paxos …   Wikipédia en Français

  • βελούχι — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγρινίου. II Το όρος Τυμφρηστός (βλ. λ.). * * * το 1. πηγή με άφθονο νερό 2. εξοχικό καφενείο ή αναψυκτήριο κοντά σε …   Dictionary of Greek

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • ιμπρεσιονισμός — Ζωγραφικό κίνημα, που εμφανίστηκε στη Γαλλία στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και προέβαλε στους καθιερωμένους κανόνες της ακαδημαϊκής ζωγραφικής την αξία του δημιουργικού αυθορμητισμού και των άμεσων εντυπώσεων που προκαλούν τα χρώματα ως… …   Dictionary of Greek

  • καφείο — το καφενείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + κατάλ. είο (πρβλ. γραφ είο, κουρ είο)] …   Dictionary of Greek

  • καφενές — ο καφενείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kahve hane (kahve «καφές + hane «σπίτι»). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Αδάμ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • καφενεδάκι — το (υποκορ. τού καφενές*) μικρό καφενείο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»